1

Πτυχές ερευνητικών μεθόδων εργατικής, αγωνιστικής και συμμετοχικής έρευνας δράσης

giorgoskess

Εισαγωγή:

Συνήθως διαπιστώνεται μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και στην έρευνα που παράγεται στα πανεπιστημιακά πλαίσια. Ακόμα και αν, ως κοινωνική, η έρευνα έχει ως αντικείμενο τις συνθήκες εργασίας και ζωής της εργατικής τάξης, ο συνηθισμένος κανόνας είναι η αντικειμενοποίηση των υποκειμένων της τάξης, η εξουδετέρωση της κίνησης και της δράσης τους, η εξ-εξουδετέρωση της δράσης και της κίνησης των ερευνητών, η απομάκρυνση ή δεοντική απαγόρευση της όποιας προοπτικής συνεργασίας, συν-έρευνας, ή κοινών συμφερόντων ερευνητών – ερευνώμενων[1]. Στο εισαγωγικό λοιπόν αυτό κεφάλαιο θα υπάρξει μια προσπάθεια για μια ενδεικτική επισκόπηση των μονοπατιών που συνδυάζουν την ερευνητική επιστημονική προσπάθεια με τον χειραφετητικό αγώνα. Η επιλογή αυτών των λέξεων στην πρόταση ενδεχομένως ξενίζει: γιατί “μονοπάτια” και όχι μεθοδολογίες έρευνας; Η μεταφορά του “μονοπατιού” χρησιμοποιείται λοιπόν επειδή υποδηλώνει διαδρομές, χαρτογραφήσεις, ανθρώπινη κίνηση σε ένα πεδίο. Η έρευνα εννοιολογείται εδώ ως ανθρώπινη κίνηση σε κοινωνικούς τόπους, αντί για μια στατική διαδικασία που δημιουργεί νόμους για την (ανθρώπινη) πραγματικότητα· τα μονοπάτια ενέχουν και απροσδόκητες – ριψοκίνδυνες στροφές, ενδεχομένως εκτός του γνώριμου εδάφους, τα δημιουργούν οι άνθρωποι με την περπατησιά τους· τα φτιάχνουν περπατώντας, όπως έλεγε ο υποδιοικητής Μάρκος “προχωράμε ρωτώντας”[2]. Τέτοια μονοπάτια έρευνας ονοματίζονται με πολλούς τρόπους: ως αγωνιστική ή στρατευμένη έρευνα (militant research)[3], ή ως εργατική έρευνα (worker’s inquiry, από τον ίδιο τον Marx, 1880[4]), αλλά και ως συν-έρευνα (co-ricerca) στο Ιταλικό πλαίσιο[5], αλλά και πιο ακαδημαϊκά, ως (κριτική) συμμετοχική έρευνα δράσης[6] .

Στόχος τελικά αυτού του κεφαλαίου είναι η συνοπτική παρουσίαση των πτυχών σύγχρονων και παλιότερων ερευνητικών προσπαθειών, για να φανεί πως κοινωνικοί επιστήμονες μπορούν να παράγουν συνειδητοποιημένη ιδεολογική και πολιτική έρευνα, μακριά από τα διλήμματα της επιστημονικής ουδετερότητας και της ακαδημίας, με σαφή πολιτική κατεύθυνση, με σκοπό δηλαδή η έρευνα να συμβάλει στο να αλλάξει ο κόσμος βάσει των συμφερόντων των μη-προνομιούχων (της εργατικής τάξης, των κοινωνικά αποκλεισμένων, των ατόμων με αναπηρίες, κ.α.).

Τα επιστημονικά πεδία όπου τέτοια μονοπάτια έχουν χαραχτεί και δοκιμαστεί αφορούν κυρίως τις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, την εκπαίδευση, την (κοινωνική) ιατρική: η κοινωνική πολιτική και πρόνοια, η κοινωνιολογία, η πολιτική επιστήμη, η ψυχολογία, η περιφερειακή ανάπτυξη, οι επιστήμες της εκπαίδευσης[7], η μελέτη των κοινωνικών κινημάτων και λαϊκών αγώνων, η προληπτική και αγροτική ιατρική, όλα πεδία που ζητούν τη συνοδοιπορία, τη συνεργασία και τελικά, την απάλειψη της ουδετερότητας από τους ερευνητές/ακτιβιστές. Γιατί κάποιοι ερευνητές επιλέγουν να διαβούν απάτητα μονοπάτια, αναζητώντας την ανθρώπινη απελευθέρωση, ενώ άλλοι προτιμούν τις σίγουρες λεωφόρους της ακαδημαϊκής ορθοδοξίας.

Τέτοια μονοπάτια λοιπόν, δείχνουν και την αξία της αγωνιστικής έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, μια ‘ευλύγιστη’ μεθοδολογία, η οποία αποτελεί περισσότερο προσανατολισμό περιπλάνησης πλάι “στα περιθώρια”, μαζί με τους αποκλεισμένους, αυτούς που δεν μπαίνουν στο κυρίως ρεύμα και τους μέσους όρους. Η αγωνιστική έρευνα αναφέρεται περισσότερο σε μια οπτική παρά σε συγκεκριμένα ή καινοφανή εργαλεία. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται βέβαια μπορεί να είναι ποικίλα, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε πεδίου, των ερωτημάτων, ερευνητικής προοπτικής και επιστημολογίας, των δεξιοτήτων και γνώσεων του ερευνητή. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν και ποιοτικές και ποσοτικές μεθοδολογίες, ερωτηματολόγια και δημοσκοπήσεις, συνεντεύξεις, συμμετοχική εθνογραφική παρατήρηση, ομάδες εστίασης, προσωπικές σημειώσεις και αυτό-εθνογραφίας, αρχειακά δεδομένα, χαρτογραφήσεις, οπτική ανάλυση ντοκουμέντων, φωτογραφήσεις, προφορικές ιστορίες και βιογραφίες, κλπ. Σημαντικότερο διακύβευμα σε αυτή την οπτική δεν είναι το “πως”, αλλά το ποιος συμμετέχει και καθορίζει την ερευνητική παραγωγή: ποιος είναι το υποκείμενο της έρευνας; ποιος συμμετέχει στην ερευνητική διαδικασία; ποιος αποφασίζει; Είναι ένας παντογνώστης ερευνητής, ή είναι τα ίδια τα αγωνιζόμενα υποκείμενα, οι εργάτες, οι κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες; Τέτοια ερωτήματα είναι αυτά που καθορίζουν τις στροφές σε τέτοια μονοπάτια έρευνας.

Οι επιμελητές παρόμοιου αφιερώματος[8] πριν δέκα και παραπάνω χρόνια σημείωναν: “Από τότε που ο Marx δημοσίευσε το ερωτηματολόγιό του για τους εργάτες στη Σοσιαλιστική Επιθεώρηση το 1880, υπήρξαν αναρίθμητες άλλες προσπάθειες (ειδικά τα τελευταία 50 χρόνια) που ήθελαν όχι μόνο να ερμηνεύσουν τον κόσμο, αλλά και να τον αλλάξουν μέσα από μια νέα παραγωγή της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό που έχουν κοινό όλες αυτές οι προσπάθειες αγωνιστικής έρευνας – χρησιμοποιώντας διαφορετική ορολογία – είναι ότι προσπαθούσαν να ξεπεράσουν την ιεράρχηση θεωρίας και πράξης, των ερευνητών και των ερευνώμενων, του πολιτικού και του προσωπικού. Με αυτό τον τρόπο δεν αντιμετωπίζουν απλά τους παλιούς θεσμούς παραγωγής γνώσης με καινούριους, αλλά αντίθετα δοκίμαζαν πρακτικές παραγωγής συλλογικής γνώσης που διέσχιζαν τους θεσμούς. Ενώ η πλειονότητα των ιστορικών εμπειριών των δεκαετιών του 1960 & 1970 προέκυψε από ένα κλίμα κοινωνικής αναταραχής και μαζικής διαμαρτυρίας, το πλαίσιο των σημερινών πρωτοβουλιών είναι διαφορετικό: στο γνωσιακό καπιταλισμό η παραγωγή της γνώσης αναλαμβάνει ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής παραγωγής· την ίδια στιγμή, το πεδίο στο οποίο οι σημερινές μορφές αγωνιστικής έρευνας κινούνται εμφανίζεται πιο διασπασμένο, εξατομικευμένο και υπό συνεχή αλλαγή”. Τελικά, η παρούσα ανασκόπηση φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν πρόσκαιρο οδικό χάρτη στην Ελληνική γλώσσα για την περιήγηση σε αυτά τα μονοπάτια αγώνα και έρευνας.

Ιστορική Ανασκόπηση & Εννοιολογήσεις:

Όπως σημειώνει η Μarta Malo de Molina και η συλλογικότητα Wildkat, πέρα από την έρευνα του 1880 του Marx, οι πρακτικές αγωνιστικής έρευνας εμπνέονται από τις προγενέστερες μελέτες (δεκαετίες ’50-’60) των περιοδικών Cahiers Rouges και Socialisme ou Barbarie στη Γαλλία, με κύριες μορφές τους Pierre Neville στο πρώτο και Claude Lefort, Κορνήλιο Καστοριάδη στο δεύτερο. Στην Ιταλία την ίδια περίοδο, ο Danilo Montaldi, ο κύκλος του περιοδικού Quaderni Rossi, με τους Romano Alquati και Raniero Panzieri, πληροφορήθηκαν για το γαλλικό παράδειγμα και εκπόνησαν ‘εργατικές έρευνες’ – μέσα στο ρεύμα της εργατικής αυτονομίας – για την υποκειμενικότητα της τάξης, του υπό-προλεταριάτου των μεταναστών από τη νότια Ιταλία, την οργάνωση των αγώνων στα εργοστάσια της Fiat, Pirelli, Olivetti, κ.α. Παράλληλα όμως, πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν και οι συλλογικές εμπειρίες συνειδητοποίησης (consciousness-raising) του ριζοσπαστικού φεμινιστικού κινήματος στις Η.Π.Α., με την αναγνώριση της καταπίεσης και την επανερμηνεία της γυναικείας εμπειρίας. Το κίνημα της λαϊκής/κοινοτικής εκπαίδευσης και παιδαγωγικής των καταπιεσμένων (ιθαγενών, ακτημόνων) από τη Λατινική Αμερική[9], ανέπτυξε επίσης πρακτικές Συμμετοχικής Έρευνας Δράσης, προσπαθώντας να συναρθρώσει την έρευνα και την κοινωνική παρέμβαση με τις γνώσεις, τις τεχνογνωσίες και τις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων. Όπως αναφέρει η Marta Malo de Molina, “η δράση που αναμένεται να προκύψει από μια διαδικασία Συμμετοχικής Έρευνας Δράσης πρέπει να είναι συλλογική και να συμβάλει στο μετασχηματισμό της πραγματικότητας, παράγοντας μια νέα και πιο δίκαιη πραγματικότητα”[10].

Οι περιδιαβάσεις λοιπόν του μονοπατιού που χάριν περιεκτικότητας ορίζουμε ως ‘αγωνιστική έρευνα’ έχουν γίνει σε όλο τον κόσμο, όπου υπάρχουν ανισότητες, καταπίεση και εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, των γυναικών, των αποκλεισμένων ιθαγενών πληθυσμών, από ερευνητές που διάλεξαν πλευρά, τόσο πολιτικά όσο και επιστημολογικά/μεθοδολογικά. Τέτοιες ερευνητικές πρακτικές σκοπό έχουν, όπως λέει ο I. Martín-Baró[11] να ‘αμφισβητήσουν’ το συλλογικό ψέμα, τις κυρίαρχες ιδεολογικές κατασκευές των κοινωνικών προβλημάτων, και να ξυπνήσουν – μέσω της έρευνας – την αίσθηση της αδικίας, ώστε να κινητοποιήσουν τους απλούς ανθρώπους για την κοινωνική αλλαγή. Ο L. Wacquant επισημαίνει δε τη “διανοητική πλάνη” (intellectual bias)[12] των ερευνητών, δηλαδή το πως η τοποθέτησή τους ως εξωτερικοί (παρατηρητές) τους οδηγεί να κατασκευάζουν τον κόσμο ως θέαμα, ως ένα σύνολο σημειώσεων προς ερμηνεία παρά ως συγκεκριμένα προβλήματα που χρειάζεται να επιλυθούν πρακτικά. Η αγωνιστική έρευνα, ως βιωματική, ενσώματη, εμπειρική διαδικασία αποτελεί συνδυαστικά και διαδικασία ερευνητικής παραγωγής, και διαδικασία εκπαίδευσης ενηλίκων, και κοινωνικοπολιτική δράση, κατά τον Orlando Fals-Borda[13].Καθήκοντα της αγωνιστικής έρευνας σύμφωνα με τις Μ. Fine και Μ.Ε. Torre[14], είναι η επανάκτηση της ιστορικής μνήμης των από-τα-κάτω, η από- και επανα-ιδεολογικοποίηση της καθημερινής ανθρώπινης εμπειρίας και η (κατ)αξίωση των αρετών των συμμετεχόντων-συν ερευνητών. Στόχος είναι αφενός να ενισχύσει τις καταπιεσμένες ομάδες και τάξεις ώστε να αποκτήσουν επαρκές δημιουργική και μετασχηματιστική δύναμη, όπως αυτή εκφράζεται σε συγκεκριμένες δράσεις, πράξεις και αγώνες· αφετέρου, να παράγει και να αναπτύξει κοινωνικοπολιτικές διεργασίες σκέψεις με τις οποίες οι μπορούν να ταυτιστούν οι λαϊκές βάσεις (ο.π. Σελ. 4). Είναι λοιπόν, “ένα πλαίσιο για τη δημιουργία γνώσης που ριζώνεται στην πεποίθηση ότι εκείνοι στους οποίους επιδρά περισσότερο η έρευνα θα πρέπει να αναλάβουν την πρωτοβουλία να θέτουν τις ερωτήσεις, τον σχεδιασμό, τις μεθόδους, την ανάλυση και να καθορίζουν ποια προϊόντα και δράσεις μπορεί να είναι τα πιο αποτελεσματικά για την υλοποίηση της αλλαγής[15]. Ως περιεκτικό ορισμό μπορούμε να καταλήξουμε σε αυτό που προτείνουν οι επιμελητές του εγχειριδίου για την αγωνιστική έρευνα: “είναι το μέρος όπου η ακαδημία και ο ακτιβισμός συναντιούνται στην αναζήτηση για νέους τρόπους δράσης που οδηγούν σε νέους τρόπους σκέψης”[16]. Μετά από αυτή τη σύντομη εννοιολόγηση και ιστορική πορεία, στις επόμενες ενότητες αυτής της ανασκόπησης, θα παρατεθούν συνοπτικά η εργατική έρευνα του K. Marx, παραδείγματα αγωνιστικής έρευνας από πολιτικούς αγώνες και την (κοινωνική και κοινοτική) ψυχολογία, αλλά κυρίως παραδείγματα από αγωνιστικές έρευνες που έγιναν στην Ελλάδα.

Η εργατική έρευνα της Revue Socialiste

Η προσπάθεια αυτή καταγραφής της κατάστασης της εργατικής τάξης στη Γαλλία δημοσιεύτηκε από τον Κ. Μαρξ στην Revue Socialiste στις 20 Απριλίου 1880[17], σε 25000 αντίτυπα φθηνής εκτύπωσης, ώστε να σταλούν σε πολλούς παραλήπτες, σοσιαλιστικές ομάδες, εφημερίδες, περιοδικά, κλπ. Η έρευνα αποτελείται από 100 ανοιχτές ερωτήσεις, χωρισμένες σε 4 ενότητες, ιδιαίτερα επεξεργασμένες και εστιασμένες σε πλευρές της εργατικής εμπειρίας. Πιθανώς αποσκοπούσε να απαντήσουν οι ίδιοι οι εργάτες επιστολικά, ώστε να συγκεντρωθούν συγκεκριμένες αναφορές και στοιχεία για την κατάσταση της εργατικής τάξης εκείνη την εποχή. Δεν είναι γνωστό αν τελικά συλλέχθηκαν δεδομένα από αυτή την έρευνα, δεδομένου και του κοντινού θανάτου του Μαρξ.

Ο ίδιος, γράφει στον πρόλογο: “Ούτε μια κυβέρνηση, μοναρχική ή αστική δημοκρατική, δεν έχει ακόμη αποτολμήσει μια σοβαρή μελέτη της θέσης της Γαλλικής εργατικής τάξης. Αλλά τι αριθμός ερευνών έχουν γίνει για τις κρίσεις – τις αγροτικές, τις οικονομικές, τις βιομηχανικές, τις εμπορικές, τις πολιτικές! […] Με την ελπίδα ότι ίσως παρακινήσουμε μια δημοκρατική κυβέρνηση να ακολουθήσει το παράδειγμα της μοναρχικής κυβέρνησης της Αγγλίας και να οργανώσει και αυτή μια μεγάλης εμβέλειας έρευνα για τα δεδομένα και τα εγκλήματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, θα ξεκινήσουμε μια μελέτη αυτού του είδους με τους φτωχούς πόρους που είναι στη διάθεσή μας. Ελπίζουμε να συναντήσουμε σε αυτό το έργο την υποστήριξη όλων των εργατών της πόλης και της υπαίθρου που κατανοούν ότι μόνο οι ίδιοι μπορούν να περιγράψουν με πλήρη γνώση τις δυστυχίες τους και ότι μόνο οι ίδιοι, και όχι κάποιοι θεόσταλτοι σωτήρες, μπορούν να εφαρμόσουν ενεργητικά τις θεραπείες για τα κοινωνικά δεινά που τους μαστίζουν. Βασιζόμαστε επίσης στους σοσιαλιστές όλων των τάσεων οι οποίοι, επιδιώκοντας την κοινωνική αλλαγή, θα πρέπει να εύχονται και την ακριβή και θετική γνώση των συνθηκών στις οποίες η εργατική τάξη – η τάξη στην οποία ανήκει το μέλλον – εργάζεται και κινείται”.

Στις οδηγίες απάντησης των ερωτήσεων, αναφέρεται συγκεκριμένα: Οι ακόλουθες 100 ερωτήσεις είναι οι πιο σημαντικές. Στις απαντήσεις πρέπει να δίνεται ο αριθμός της αντίστοιχης ερώτησης. Δεν είναι απαραίτητο να απαντήσετε σε κάθε ερώτηση, αλλά η σύστασή μας είναι οι απαντήσεις να είναι όσο πιο λεπτομερειακές και συνοπτικές γίνεται. Το όνομα του εργάτη ή της εργάτριας που απαντά δεν θα δημοσιοποιείται χωρίς την ειδική άδεια, αλλά το όνομα και η διεύθυνση θα πρέπει να δίνεται ώστε αν είναι απαραίτητο να επικοινωνήσουμε”. Οι απαντήσεις έπρεπε να σταλούν στη διεύθυνση της Revue Socialiste. Παρατίθενται ενδεικτικά 10 ερωτήσεις, με την πρωτότυπη αρίθμηση, ώστε να φανεί το εύρος, ο προσανατολισμός αλλά και η εστίασή τους[18].

2. Το μαγαζί στο οποίο δουλεύετε ανήκει σε καπιταλιστή ή σε ανώνυμη εταιρεία; Δηλώστε τα ονόματα των καπιταλιστών ιδιοκτητών ή διευθυντών της εταιρείας.

6. Δηλώστε τον αριθμό των επιστατών και των υπόλοιπων υπαλλήλων που δεν είναι κατώτεροι μισθωτοί.

8. Πέρα από τους συνήθεις και τακτικούς εργαζόμενους, υπάρχουν εποχιακοί;

11. Αν το μαγαζί βρίσκεται στην ύπαιθρο, υπάρχει αρκετή δουλειά στο εργοστάσιο για να ζήσετε ή αναγκάζεστε να τη συνδυάσετε και με αγροτικές δουλειές;

15. Δηλώστε τον αριθμό των δωματίων στα οποία διεξάγονται οι διάφοροι τομείς της παραγωγής. Περιγράψτε την ειδικότητά σας. Περιγράψτε όχι μόνο την τεχνική πλευρά, αλλά και τον κάματο μυών και νεύρων που απαιτείται, καθώς και τη γενική της επίδραση στην υγεία των εργατών.

16. Περιγράψτε τις συνθήκες υγιεινής στα εργαστήρια: το μέγεθος των δωματίων, τον χώρο που διαθέτει κάθε εργάτης, τον εξαερισμό, τη θερμοκρασία, την μόνωση, τις τουαλέτες, τη γενική καθαριότητα, τον θόρυβο των μηχανών, τη μεταλλική σκόνη, την υγρασία, κ.α.

20. Τηρούνται μέτρα ασφαλείας για την πρόληψη των ατυχημάτων στις πηγές ενέργειας, τη γραμμή τροφοδοσίας και τις μηχανές (στις γεννήτριες, τη μετάδοση ενέργειας και τις μηχανές);

22. Αν δουλεύετε σε ορυχείο, δηλώστε τα μέτρα ασφαλείας που έχει λάβει ο εργοδότης σας για τον εξαερισμό και την αποτροπή εκρήξεων και άλλων ατυχημάτων.

31. Δηλώστε τον αριθμό των αργιών σας σε ετήσια βάση.

46. Τι είδους σύμβαση έχετε με τον εργοδότη σας; Εργάζεστε με τη μέρα, με τη βδομάδα, με το μήνα κ.ο.κ.;

Από την επιλογή του θέματος, της έκφρασης, της εστίασης των ερωτήσεων, αλλά και από το πρόταγμα που τίθεται ήδη από τον πρόλογο, αναδεικνύεται ο προσανατολισμός στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, έναντι της επιστημονικής ουδετερότητας· παράλληλα όμως αναδεικνύεται και η επίγνωση της ανάγκης συγκεκριμένης, επιστημονικής συγκέντρωσης δεδομένων για τις συνθήκες ζωής και εργασίας από τα ίδια τα υποκείμενα του αγώνα της ταξικής πάλης, ως τεκμηρίωση και εργαλείο στον αγώνα αυτό.

Έρευνες μαζί με τους πολιτικούς αγώνες

Στην δημόσια σφαίρα, τόσο σε πανεπιστημιακές όσο και σε αγωνιστικές πηγές, είναι πολλές οι ερευνητικές παραγωγές που έχουν τον προσανατολισμό της αγωνιστικής έρευνας[19]. Στην παρούσα ανασκόπηση θα παρουσιαστούν ενδεικτικά ορισμένες πρακτικές, με κριτήριο τη δυνατότητα πρόσβασης. Η συνοδοιπορία κοινωνικών ανθρωπολόγων με κοινότητες που αγωνίζονται είναι μια παλιά ερευνητική πρακτική. Δυο ενδιαφέροντα πρόσφατα παραδείγματα είναι οι συμμετοχικές εθνογραφικές έρευνες που εκπόνησαν οι J. Juris και D. Graeber μαζί με ακτιβιστές που κινητοποιούνταν στο ‘αντί-παγκοσμιοποιητικό’ κοινωνικό κίνημα, κυρίως τις αναρχικές πτυχές του[20]. Ο επιστημονικός στοχασμός επί των πρακτικών της μαζικής κινητοποίησης προσανατολίζεται από τη συνειδητοποίηση της ερευνητικής στάσης, καθώς και της προσωπικής, ακτιβίστικης δέσμευσης. Τελικά, αναιρείται το χάσμα έρευνας και πρακτικής, παράγοντας ακαδημαϊκό/θεωρητικό έργο και γνώση για και υπέρ των κοινωνικών κινημάτων αντίστασης, όχι σχετικά με αυτά.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα αποτύπωση στα ελληνικά μιας έρευνας από τη γερμανική ομάδα Kolinko είναι το Τηλεφωνικά κέντρα, εργατική έρευνα, κομμουνισμός[21]. Με πολιτικό και θεωρητικό λόγο που εμπνέεται από την εργατική αυτονομία, εστιάζει μεν στην εργασία (που όλο και εξαπλώνεται) στα τηλεφωνικά κέντρα, αλλά και περιλαμβάνει μια εκτενή εισαγωγική παρουσίαση της αγωνιστικής έρευνας, ως πολιτικής πρακτικής. Η πρακτική αυτή αφορά “από τη μια, τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι ίδιοι οργανωνόμαστε: συλλογικές συζητήσεις, δουλειά, ερωτηματολόγια, θεωρητικές αντιπαραθέσεις… Από την άλλη, τη σχέση μας με την ταξική πραγματικότητα: εμπειρίες από την καθημερινή εκμετάλλευση, απόπειρες να ξεφύγουμε από αυτήν, παρεμβάσεις, συλλογικοί αγώνες… Έρευνα είναι η κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στην καθημερινή συνεργασία των εργατών και τις μορφές του αγώνα του και η ανακάλυψη της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνικότητας μέσα σε αυτούς […] Στόχος μας είναι να τονίσουμε τις δυνατότητες και τη δυναμική ενός αγώνα χρησιμοποιώντας παραδείγματα, αλλά και να εντοπίσουμε τα όρια και τις αδυναμίες, τις αντεπιθέσεις των αφεντικών, τις απόπειρες των συνδικάτων να αποδυναμώσουν τους αγώνες, την περιορισμένη αντίληψη εκείνων που αισθάνονται περήφανοι για τη δουλειά τους, το ρατσισμό”. Στο τελευταίο μέρος της έκδοσης αποτυπώνεται το τοπίο των συνθηκών εργασίας στα παγκόσμια τηλεφωνικά κέντρα σύμφωνα με την έρευνα της ομάδας Kolinko, η οποία όπως αναφέρει δεν κατέληξε σε κάποιο “αντιπροσωπευτικό” συμπέρασμα, αλλά η συλλογή των δεδομένων με ερωτηματολόγια “χρησίμευσε στη συγκρότηση των διαφορετικών μας εργασιακών εμπειριών”, ενώ τελικά “η έρευνα και τα φυλλάδια ενέπνευσαν κάποιους ανθρώπους”. Μια παρόμοια δημοσίευση[22] έρχεται από την Αργεντινή[23], η οποία περιγράφει την προσπάθεια σύνδεσης της αυτό-μόρφωσης των φοιτητ(ρι)ών ενός πανεπιστημίου με την συνδικαλιστική οργάνωση σε ένα τηλεφωνικό κέντρο. Στόχος της διαδικασίας αυτό-μόρφωσης ήταν να ‘αναπτυχθεί ένα ερευνητικό μονοπάτι μέσα στους διαφορετικούς μηχανισμούς παραγωγής της υποκειμενικότητας (Εργασία, Κράτος, Αγορά, Επικοινωνία, Πανεπιστήμιο), ενώ η έρευνα έγινε σε συνεργασία με εργάτες και συνδικαλιστές από το τηλεφωνικό κέντρο της Apex στο Rosario της Αργεντινής. Αυτό που επισημαίνει η παρούσα έρευνα που είναι σημαντικό είναι η ένταση του “εικονικού ελέγχου” και της επιτήρησης, στα τηλεφωνικά κέντρα, καθώς και το πως επιδρά στην υποκειμενικότητα των εργατ(ρι)ών εκεί.

Ένα άλλο παράδειγμα εφαρμογής της αγωνιστικής έρευνας έρχεται από την Αυστρία, και αφορά μια υποτυπώδη μελέτη της επισφαλούς εργασίας μετά το πανεπιστήμιο στη Βιέννη. Ονομάζεται Αντίσταση και Οργάνωση στο Μεταφορντισμό[24], κάτι που δείχνει και τη θεωρητική του στόχευση. Αφορά την εργασία μιας ομάδας ονομαζόμενης Koordination, η οποία διερεύνησε τις συνθήκες ζωής και εργασίας των ίδιων των μελών της, σχετιζόμενων με το πανεπιστήμιο. Οι επισφαλείς συνθήκες στο κοινωνικό πλαίσιο της ίδιας της ομάδας, όπως η αλλαγή ανάμεσα σε διαφορετικές εργασίες και η ένταξη στην κοινωνική πρόνοια, η κυριαρχία των ανασφάλιστων εργασιακών συνθηκών όπως τα συμβόλαια εργασίας, η εργασία ορισμένου χρόνου, η άτυπη απασχόληση και η εργασία σε project μελετήθηκαν, με ένα ευέλικτο ερωτηματολόγιο, με στόχο να ξεκινήσει κάποια συζήτηση και να οργανωθούν αγώνες. Αναδείχτηκαν περισσότερο οι ατομικές κινήσεις αντίστασης, όπως η βραδυπορία, οι φωνές και το κράξιμο, η πλάκα, οι ατομικές διαπραγματεύσεις (να ζητάς περισσότερα), αλλά παρέμεινε ανοιχτό το ζήτημα της οργάνωσης των επισφαλώς εργαζόμενων, “σχεδόν κανένας δεν μπορεί να φανταστεί ποιες μορφές οργάνωσης μπορούν να βρεθούν”.

Οι Precarias a la Deriva ήταν μια ομάδα από τη Μαδρίτη που ξεκίνησαν το 2002 ένα project αγωνιστικής έρευνας της επισφαλούς γυναικείας εργασίας από μια φεμινιστική μαρξιστική σκοπιά. Η δημοσίευση που είναι διαθέσιμη στα ελληνικά αφορά τις πρώτες σκέψεις τους επί της εμπειρίας της έρευνας[25], κυρίως το πως έγινε. Το κείμενο αυτό είναι σημαντικό, όχι μόνο για τη φεμινιστική σκοπιά που δίνει στη συζήτηση περί εργασιακής επισφάλειας, αλλά και επειδή εστιάζει με λεπτομέρειες μια σειρά ζητημάτων φροντίδας, οικιακής εργασίας, τηλεμάρκετινγκ, και δείχνει πως αυτά ενοποιούνται στη μητρόπολη. Επίσης, η έρευνα αυτή ανοίγει μια δίοδο στην ισπανόφωνη συζήτηση και σε μια σειρά κειμένων αντίστοιχης προέλευσης. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται σε αυτή την αγωνιστική έρευνα είναι η έρευνα-διαμαρτυρία (πικετοφορία), δηλαδή η διεξαγωγή μιας σειράς ‘περιπλανήσεων’ (derive[26]) που θα διασχίζουν και θα αναδεικνύουν τα ποικίλα μητροπολιτικά κυκλώματα της γυναικείας επισφάλειας, ενώ οι συμμετέχουσες θα μιλούν μεταξύ τους για τις προσωπικές τους διαδρομές στους χώρους εργασίας.

Η τελευταία έρευνα αυτής της ενδεικτικής παρουσίασης προέρχεται από μια ομάδα που βασίζεται στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ, την Counter Cartographies Collective, η οποία παράγει γεωγραφικούς και τοπογραφικούς χάρτες για τη χρήση των κοινωνικών κινημάτων. Η έρευνα αυτή έγινε για τη χαρτογράφηση του πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας ως ενός εργοστασίου, μιας μηχανής που παράγει γνώση, μέσα στο καπιταλισμό του σήμερα που χαρακτηρίζεται από την ομάδα ως γνωστικός[27]. Τα μέλη της ομάδας, εργαζόμενοι στο πανεπιστήμιο, εστίασαν στην οικονομική γεωγραφία των πανεπιστημίων της Ν. Καρολίνας, αναζητώντας πως θα αποτυπώσουν σε χάρτες την κυκλοφορία της γνώσης ως/και κεφαλαίου. Αφορμή για την έρευνα στάθηκε η ακύρωση της αργίας της Ημέρας της Εργασίας (Labor Day), οπότε και η ομάδα οπλισμένη με σημειωματάρια, μαυροπίνακες, φωτογραφικές, μαγνητόφωνα και κιμωλία κατέλαβε για ώρες μια γωνία ενός από τα πιο πολυάσχολα μέρη του πανεπιστημιακού campus. Πήρε συνεντεύξεις από περαστικό κόσμο, μοίρασε ερωτηματολόγια, τράβηξε βίντεο, έκανε συλλογικές συζητήσεις και παρήγαγε συμμετοχικούς χάρτες για το τι σήμαινε για τους εργαζομένους στο πανεπιστήμιο η εργασία και η μη εργασία σε αντίθεση με τη διοίκηση. Η ερώτηση-οδηγός ήταν “πως είναι η εργασία σου, σήμερα και κάθε μέρα;” Η ad-hoc αυτή ομάδα παρέμβασης παρήγαγε τέσσερις ηχογραφημένες συνεντεύξεις, τρεις ηχογραφημένες συλλογικές συζητήσεις, πενήντα ερωτηματολόγια δημοσκόπησης, τέσσερις χάρτες με χρωματικές περιοχές, μια μεγάλη σελίδα με συμπεράσματα, τριάντα ψηφιακές φωτογραφίες, είκοσι λεπτά βίντεο, και ένα τρισέλιδο ερευνητικό ερωτηματολόγιο, όπως και πινακίδες, φυλλάδια και μερικά γκράφιτι.

Έρευνα και συμμετοχή στην κοινότητα

Η ενότητα αυτή θα παρουσιάσει ενδεικτικά έρευνες που εντάσσονται στην ευρύτερη μεθοδολογική οικογένεια της (κριτικής) συμμετοχικής έρευνας δράσης (ΚΣΕΔ εφεξής), που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην (κριτική) κοινωνική ψυχολογία, την κοινοτική ψυχολογία, την κοινωνική πολιτική και κοινωνική εργασία, κ.α., ιδίως με ομάδες και κοινότητες που βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό. Στη Λατινική Αμερική αρχικά, την Ινδία, πλέον σε ολόκληρο τον κόσμο, οργανώνονται συνεργατικές ερευνητικές προσπάθειες, δράσεις και εκπαιδευτικές παρεμβάσεις για την συγκέντρωση πληροφοριών με σκοπό την αλλαγή σε κοινωνικά ή περιβαλλοντικά προβλήματα. Είναι ακριβώς τέτοιες προσεγγίσεις που ενέχουν τους άμεσα ενδιαφερόμενους ή επηρεαζόμενους για ένα θέμα, οι οποίοι λαμβάνουν κεντρικό ρόλο στην παραγωγή και χρήση της γνώσης[28]. Η ΚΣΕΔ αποτελεί ένα σύνολο αξιωμάτων και πρακτικών για τη δημιουργία, τον σχεδιασμό, την ανάλυση και τη δράση σε μια έρευνα, παρά αυστηρές μεθοδολογικές επιλογές. Μια αποτύπωση των πιο ριζοσπαστικών μονοπατιών της ΚΣΕΔ στη Λατ. Αμερική αποτελεί το άρθρο[29] του B. Jiménez-Domínguez, το οποίο θέτει ιστορικά και θεωρητικά τα ζητήματα δέσμευσης, γνώσης, και ερευνητικής προοπτικής στις ερευνητικές πρακτικές και κοινοτικές παρεμβάσεις, ως προβλήματα που αντιμετώπισαν οι ψυχολόγοι σε δύσκολες πολιτικές συνθήκες, αγώνα για τη χειραφέτηση των κοινωνικά αποκλεισμένων.

Οι Prilleltensky & Nelson[30] θέτουν την ΚΣΕΔ στη φαρέτρα των ερευνητικών πρακτικών των κριτικών ψυχολόγων και στο αγγλοσαξονικό κόσμο, σε μια δημοσίευση που πλαισιώνει ακαδημαϊκά – ως φοιτητικό εγχειρίδιο – με αναφορά στις αξίες, οδηγίες και κατευθύνσεις για το πως εκπονείται μια τέτοια έρευνα. Πάλι με κριτική ψυχολογική προοπτική, δυο σχετικά πρόσφατα αφιερώματα έχουν δημοσιευτεί σε ακαδημαϊκά περιοδικά με άρθρα για πρακτικές της ΚΣΕΔ, το παλιότερο στο Annual Review of Critical Psychology, σε επιμέλεια των Dan Goodley και Ian Parker[31], το νεότερο στο Journal of Social Action in Counseling and Psychology σε επιμέλεια των Heather Lyons και Denise Βike[32]. Σύμφωνα με τους επιμελητές, το πρώτο αφιέρωμα περιστρέφεται γύρω από τον ρόλο κριτικών-πρακτικών-θεωρητικών παρεμβάσεων οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την συνειδητοποίηση, την πολιτισμική αποσταθεροποίηση, τις εκστρατείες εκπαιδευτικής ένταξης, τη φεμινιστική έρευνα, τις παρεμβάσεις ψυχικής υγείας, την πρακτική αποδόμηση και τις δραστηριότητες ριζοσπαστικής θεραπείας. Τέτοια ακαδημαϊκά αφιερώματα δείχνουν από τη μία την περιθωριακή επίδραση τέτοιων κινηματικών πρακτικών στο πανεπιστημιακό ερευνητικό πεδίο, αλλά και τον πλούτο αυτής της προοπτικής σε μεθοδολογίες και θεωρίες έρευνας, αλλά κυρίως πρακτικής παρέμβασης, ενεργοποίησης και ευαισθητοποίησης στο μικρο-, το κοινοτικό επίπεδο. Η κυριότερη συνεισφορά όμως αυτών των αφιερωμάτων είναι τα ίχνη που αφήνουν για την (πρακτική) απάντηση στο ερώτημα για το πως πρέπει να αλλάξει η επιστήμη της ψυχολογίας για να μπορέσει να συμβάλει στην αλλαγή του κόσμου…

Στην ίδια προσπάθεια, η ομάδα γύρω από τη Michelle Fine στο δημόσιο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (C.U.N.Y.), προσπαθεί να υπερβεί τους διαχωρισμούς ερευνητών-ερευνώμενων σε ένα βαθιά ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα όπως των Η.Π.Α., προσφέροντας προγράμματα και υποτροφίες εκπαίδευσης σε κοινωνικά περιθωριοποιημένα άτομα, τα οποία συμμετέχουν και στις ερευνητικές πρακτικές[33]. Η δουλειά της ομάδας στηρίζεται σε μια πολλαπλότητα επιστημολογικών λόγων, μεθοδολογικών εργαλείων και διεπιστημονικών μεμβρανών που στόχο έχουν να καλλιεργήσουν την ανθρώπινη, ηθική δράση σε μια κατεύθυνση λαϊκής επιστήμης. Έχουν αναλάβει έρευνες για τις ρατσιστικές διακρίσεις στις πρακτικές αστυνόμευσης έναντι των Αφροαμερικανών, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, τη συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες, το κίνημα Occupy Wall Street. Το διάγραμμα της Μ.Ε.Torre[34], αποτελεί μια συνοπτική εισαγωγή στην προοπτική αυτή, όπου καταγράφονται οι Παραδοχές, οι Δεσμεύσεις (Συνθήκες Συνεργασίας), οι Μέθοδοι/Πρακτικές και οι Ερωτήσεις που αξίζει να τεθούν στη διεργασία της ΚΣΕΔ.

Ενδεικτικά, δυο παραδείγματα Παραδοχών που αναφέρονται είναι:

  • “Όλοι οι άνθρωποι έχουν πολλαπλές ταυτότητες, και φέρουν σημαντικές πληροφορίες, συνδέσεις και ευθύνες σε διάφορες κοινότητες”

  • “Όλοι οι άνθρωποι και ο θεσμοί είναι ενσωματωμένοι σε περίπλοκα κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά συστήματα που ιστορικά προσδιορίζονται από την εξουσία και τα προνόμια”.

Τρεις Δεσμεύσεις (Συνθήκες Συνεργασίας) είναι:

  • να αξιώνουμε γνώσεις που έχουν περιθωριοποιηθεί και απονομιμοποιηθεί ιστορικά (πχ νεολαία, φυλακισμένοι, μετανάστες)

  • να αξιώνουμε παραδοσιακά αναγνωρισμένες γνώσεις (ακαδημαϊκές)

  • να μοιραζόμαστε τις διάφορες γνώσεις και τους πόρους μέσα στην συλλογικότητα ώστε τα μέλη να συμμετέχουν με όση ισότητα γίνεται.

Δυο Μέθοδοι/Τεχνικές είναι:

  • Να δημιουργούμε πολλαπλά ερευνητικά προϊόντα. Να αναζητούμε ακροατήρια που θα σέβονται και θα κάνουν δικά τους τα ερευνητικά ευρήματα.

  • Δημοσκοπήσεις, Συνεντεύξεις, ομάδες εστίασης, αρχειακά δεδομένα, χάρτες, προφορικές ιστορίες, φώτο-φωνή, συμμετοχική παρατήρηση, επισκέψεις σε διάφορους τόπους, κλπ.

Και μερικές ερωτήσεις που αξίζει να τεθούν στη διεργασία:

  • Ποιος χρειάζεται να είναι μέρος της ερευνητικής συλλογικότητας;

  • Τι χρειάζεται να τεθεί σε ισχύ μέσα στη συλλογικότητα για να διευκολυνθεί η συμμετοχή;

  • Με ποιους διακριτούς τρόπους χρησιμοποιούν τα δεδομένα τα μέλη της συλλογικότητας και οι σύμμαχοι;

  • Πώς συνδέεται το ερευνητικό πρόγραμμα με σημερινούς αγώνες για την κοινωνική δικαιοσύνη;

  • Με ποιων τη φωνή ή τις φωνές θα γραφτεί/εκτελεστεί/δημοσιευτεί η εργασία;

Αντ-αγωνιστικές έρευνες από την Ελλάδα

Στο τελευταίο υποκεφάλαιο αυτού του άρθρου θα αναφερθούν ορισμένες ‘ανταγωνιστικές έρευνες’ που έγιναν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με σκοπό να καταγράψουν πτυχές της εργατικής, μεταναστευτικής ή φοιτητικής εμπειρίας. Προφανώς, η ανασκόπηση αυτή μόνο ενδεικτική είναι, καθώς σίγουρα λείπουν πολλά παραδείγματα, τόσο για παράδειγμα στη φεμινιστική έρευνα (για το σεξισμό και τις διακρίσεις έναντι των γυναικών), όσο και παραδείγματα πιο ακαδημαϊκών συμμετοχικών ερευνών-δράσεων. Ως αρχή λοιπόν, πολύ σημαντική είναι η έκδοση μιας πολύ ενδιαφέρουσας μαρτυρίας, από μια Αλβανίδα μετανάστρια, τη Λίντα[35]. Σε αυτό το σύντομο βιβλίο, με τη μορφή της εργατικής/γυναικείας αφήγησης, αναδεικνύεται η γυναικεία εμπειρία της μετανάστευσης στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1990. Εξιστορούνται επίσης εμπειρίες μεταναστευτικής οικιακής εργασίας, ρατσιστικών διακρίσεων, αλλά κυρίως της καθημερινής ζωής των μεταναστ(ρι)ών στην Ελλάδα ως το 1999. Σαν τη μαρτυρία του Paul Romano, που αναφέρθηκε παραπάνω, το βιβλίο αυτό ανοίγει μια πτυχή με πολύτιμο και ευαίσθητο, μη-παρεμβατικό τρόπο, στην ιστορική καταγραφή μιας εργατικής συνείδησης που συχνά παραμερίζεται.

Η ομάδα της Λέσχης Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, από την Αθήνα, με πολιτική επιρροή από την Ιταλική εργατική αυτονομία, επιχείρησε και δημοσίευσε μια αγωνιστική έρευνα, μαζί με το κίνημα των courriers/delivery[36]. Η έρευνα, με τη μορφή διαλόγων, (συν)ομιλεί με/για το νέο αυτό αγωνιστικό υποκείμενο, τις συνθήκες εργασίας και την δράση του ενώ εξετάζει κριτικά την μεθοδολογία της εργατικής έρευνας. Η από-τα-πάνω ερμηνεία περιορίζεται στην επιμέλεια και την επιλογή των αποσπασμάτων, και ο λόγος των ατόμων, με τη μορφή ερωταποκρίσεων αναδεικνύει τα σημαντικά σημεία για τον πολιτικό και συνδικαλιστικό αγώνα.

Ένα άλλο παράδειγμα μιας αντ-αγωνιστικής έρευνας αποτελεί η έκδοση της ομάδας “έργων εξύβριση” για τους χώρους κράτησης μεταναστών[37]. Αποτελεί μια σφαιρική έρευνα, κοντά στην ανθρωπογεωγραφική προβληματική, θεωρητικά στέρεη και πολύ καλά ερευνημένη, με νομικά, γεωγραφικά και εμπειρικά στοιχεία. Μέσα από τις μαρτυρίες πρώην κρατουμένων μεταναστών και εργαζόμενων σε Μ.Κ.Ο. που διαχειρίζονταν τις εν λόγω δομές, παράγεται μια γεωγραφική και διαγραμματική καταγραφή των χώρων, ενώ θεωρητικά και καταδεικνύονται οι βιοπολιτικές τεχνικές οι οποίες καθιστούν τους χώρους αυτούς “χώρους εξαίρεσης”, όπου επικρατεί ένα καθεστώς απόλυτου δικαιϊκού κενού· παράλληλα η έρευνα αναδεικνύει τη συμβολή αυτών των τεχνικών εγκλεισμού στην υποκειμενοποίηση των κρατούμενων μεταναστών.

Το τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η ανταγωνιστική έρευνα για το λόγο και τη δράση των φοιτητών στο κίνημα του 2006-2007[38]. Μέσα λοιπόν από ποιοτικά εμπειρικά δεδομένα που προέρχονται από εκτεταμένες συνεντεύξεις με φοιτητές – συμμετέχοντες στο φοιτητικό κίνημα (24 άτομα), αναδείχθηκε η οργάνωση του κινήματος με τις αντιφάσεις της, η φοιτητική εμπειρία και συνείδηση της εποχής, η ριζοσπαστικοποίηση της δράσης, λίγα χρόνια πριν τον Δεκέμβρη του 2008. Η ερευνητική αυτή παραγωγή αντλεί από τις παραδόσεις της εργατικής έρευνας της Ιταλικής αυτονομίας[39], αλλά έχει στέρεο μεθοδολογικό υπόβαθρο, λογοδοτώντας αναστοχαστικά για την επιλογή της μεθόδου, του εργαλείου της συνέντευξης, του δείγματος, των υποθέσεων εργασίας. Παρατίθεται στο παράρτημα επίσης το εκτεταμένο ήμι-δομημένο ερωτηματολόγιο, όπου και δικαιολογείται ερευνητικά η λογική της διάρθρωσης του σε ενότητες. Ορισμένες ερωτήσεις για παράδειγμα ήταν:

  • Δουλεύεις ή έχεις δουλέψει ποτέ; Αν ναι που και για πόσο; Για ποιο λόγο δουλεύεις; Με τι όρους δουλεύεις (πχ ωράριο, ασφάλιση);
  • Βρίσκεις πως υπάρχει κλίμα ανταγωνισμού/συνεργασίας στη σχολή σου; Ανταλλάσσεις σημειώσεις με τους συμφοιτητές σου; Συνεργάζεστε για να περάσετε τα μαθήματα;
  • Οι κινητοποιήσεις έγιναν με αφορμή το νόμο-πλαίσιο. Έχεις διαβάσει το νόμο-πλαίσιο; Γιατί πιστεύεις ότι δεν πρέπει να περάσει; Τι ήταν αυτό που σε ενόχλησε περισσότερο και σε έκανε να κινητοποιηθείς; Τι σημαίνει “δημόσια και δωρεάν παιδεία” για σένα; Ποιο στοιχείο του νόμου-πλαισίου ανέδειξαν περισσότερο οι συνελεύσεις; Ήταν αυτό που σε ενδιέφερε και σένα;

Επίλογος

Η χαρτογράφηση αυτή των μονοπατιών αγωνιστικής έρευνας υπήρξε ενδεικτική, αναπόφευκτα ελλιπής και μερική, βασιζόμενη κυρίως σε ένα κριτήριο πρόσβασης στην ελληνική γλώσσα και τα προσωπικά, υποκειμενικά ενδιαφέροντα του γράφοντος. Πολλές στροφές των μονοπατιών παραλείφθηκαν, λόγω έλλειψης χώρου, ενώ η παρουσίαση των μεθοδολογικών πρακτικών και του σκεπτικού τους ήταν ελάχιστη. Επιπλέον, ο τρόπος γραφής και το σκεπτικό της παρουσίασης περισσότερο κλίνουν προς τον ακαδημαϊσμό, παρά προς τον χειραφετητικό αγώνα. Αναστοχαστικά, δυο σημεία αυτών των μονοπατιών είναι άξια περισσότερης συζήτησης σε ένα μετά-επίπεδο: το πρώτο αφορά το ερώτημα “ποιος μιλάει;” και το δεύτερο, το ερώτημα “πως μιλάει”. Στο πρώτο σημείο, η αγωνιστική έρευνα ως κοινωνική πρακτική εμπρόθετα αναιρεί τα όρια μεταξύ των κατά τα άλλα διακριτών ομάδων που εμπλέκονται σε αυτή, δηλαδή των ερευνητών και των ερευνώμενων[40]. Τέτοια έρευνα υλοποιείται σε έναν μεθοριακό χώρο ώσμωσης μεταξύ πολιτικών υποκειμένων, ακτιβιστών και ερευνητών, με στόχο τη συνειδητοποίηση και από κοινού δράση και κίνηση. Οπότε, προάγεται η παραγωγή ιδεογραφικής κατανόησης και κοινωνικά/αγωνιστικά χρήσιμης από τα ίδια τα υποκείμενα γνώσης, παρά νομοθετικών διαπιστώσεων που καταγράφουν ουδέτερα κοινωνικούς κανόνες και τάσεις.

Το δεύτερο σημείο, ξεκινά από τη διαπίστωση ότι τέτοιες ερευνητικές πρακτικές ευνοούν τον μεθοδολογικό συγκρητισμό έναντι της ακαμψίας, ενεργοποιώντας, ανάλογα με τις θεωρητικές και πολιτικές τους προοπτικές, πολλαπλές μεθόδους και τεχνικές για τη συλλογή των εμπειρικών δεδομένων. Έτσι βέβαια ρευστοποιείται στην πράξη η ερευνητική πρακτική παραγωγής της γνώσης, ενώ αναδεικνύονται οι ‘εκλεκτικές συγγένειες’ και οι υβριδικές μορφές που μοιράζεται με άλλες μορφές (κριτικής) συνειδητοποίησης και παραγωγής γνώσης: τη (λαϊκή) ιστορία, τη δημοσιογραφία, το ντοκιμαντέρ, τις οπτικές και εικαστικές τέχνες κ.α. Η αγωνιστική έρευνα αναιρεί και εδώ δηλαδή τα στενά όρια ανάμεσα στις ακαδημαϊκές και τις πολιτικές ή/και τις δημοσιογραφικές πρακτικές παραγωγής γνώσης, συνειδητοποίησης και χειραφετητικού αγώνα, αναδεικνύοντας τόσο το επισφαλές καθεστώς αυτών των ορίων, όσο και την πολιτική τους συγκρότηση[41]. Αυτά τα δυο σημεία στην πράξη αποσταθεροποίησης των ερευνητικών ‘ορθόδοξων’ κανόνων, αποτελούν τελικά τις σημαντικότερες εγκοπές που ανοίγει, στον αγώνα για την ανθρώπινη χειραφέτηση.


  1. Για την χρήση των κοινωνικών φύλων στη γλώσσα του άρθρου και του βιβλίου, όπου γράφεται το αρσενικό ουσιαστικό (πχ αναγνώστες), για λόγους συντομίας, θα εννοείται και το θηλυκό (δηλ. αναγνώστριες), κ.ο.κ.
  2. Όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στο βιβλίο του Μ.Mεντίνη, Zapatistas: The Chiapas Revolt and What it means for Radical Politics (London: Verso, 2006)
  3. Ενδεικτικά χρησιμοποιείται στο βιβλίο των S. Shukaitis, D. Graeber & E. Biddle, Constituent Imagination: Militant Investigations Collective Theorization (Edinburgh: AK Press, 2007)
  4. Στην πρώτη ιστορικά τέτοια έρευνα, που αποτελείται από ένα ερωτηματολόγιο που δημοσίευσε στα γαλλικά ο K.Marx το 1880 στην Revue Socialiste. Το πρωτότυπο στα γαλλικά: http://goo.gl/Yg6PsF. Στα αγγλικά είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του αρχείου Marxists http://goo.gl/DXB1AI. Μια μετάφραση στα Ελληνικά διαθέσιμη εδώ: http://goo.gl/u48mSY
  5. Βλέπε το κείμενο της Marta Malo de Molina 'Common notions, part 1: workers-inquiry, co-research, consciousness-raising', διαθέσιμο στα αγγλικά στο: http://goo.gl/FbscBx· της συλλογικότητας Wildkat, 'The Renascence of Operaismo', διαθέσιμο στα αγγλικά στο: http://goo.gl/APbBBU.
  6. Βλέπε σχετικά τα κείμενα της M. Montero, 'Participation in Participatory Action Research', Annual Review of Critical Psychology, 2000, διαθέσιμο στο http://goo.gl/yYv7M8
  7. Με εφαρμογές ιδίως στον εγγραμματισμό κοινωνικά αποκλεισμένων πληθυσμών
  8. Οι A. Derieg, M. Expósito, B. Mennel, R.Minichbauer, S.Nowotny & G.Raunig ήταν η ομάδα επιμελητών στο αφιέρωμα για την αγωνιστική έρευνα (Militant Research, 2006) στον ιστότοπο του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για την Προοδευτική Πολιτιστική Πολιτική (eipcp). Το αφιέρωμα είναι διαθέσιμο στο http://goo.gl/Xx6nMX
  9. Το ρεύμα αυτό ξεκίνησε από τον Paulo Freire· σημαντικός στο πεδίο της Ψυχολογίας της Απελευθέρωσης είναι και ο Ignacio Martín-Baró, Ιησουίτης ιερέας και ψυχολόγος με απελευθερωτική κατεύθυνση, βλ. Ενδεικτική βιβλιογραφία.
  10. Στο κείμενο “Common notions part 1”, ο.π.
  11. ο.π.
  12. Wacquant, L. 'Towards a Social Praxeology: The Structure and Logic of Bourdieu's Sociology', στο P.Bourdieu & L.Wacquant (επιμ.), An Invitation to Reflexive Sociology, (Chicago: University of Chicago Press, p. 39, 1992)
  13. Βλέπε σχετικά O.Fals-Borda, 'Some Basic Ingredients', στο O.Fals-Borda & E.Rahman (επιμ.), Action & Knowledge: Breaking the Monopoly with Participatory Action-Research (NY: Apex Press, σελ. 3-12, 1991).
  14. 2004, όπως αναφέρεται παραπάνω.
  15. Αναφέρεται ως εισαγωγή στο διάγραμμα της Torre, Principles of critical participatory action research, 2009, ο.π.
  16. Αναφέρεται στην Εισαγωγή στο Εγχειρίδιο Αγωνιστικής Έρευνας (Militant Research Handbook), βλ. Ενδεικτική Βιβλιογραφία.
  17. Δηλαδή σχεδόν 3 χρόνια πριν το θάνατό του.
  18. Για πληροφορίες σχετικά με την έρευνα, βλ. παραπάνω, σημ. iv.
  19. Χρειάζεται δε να επισημάνουμε ότι αγωνιστικές έρευνες δημοσιεύονται τόσο στα αγγλικά, όσο και στα ισπανικά, ιδίως από τη Λατινική Αμερική. Οπότε η ερευνητική και αγωνιστική παραγωγή δύσκολα μπορεί να χαρτογραφηθεί πλήρως.
  20. Βλ. Σχετικά μεταξύ άλλων, J.S.Juris, 'Practicing Militant Ethnography with the Movement for Global Justice in Barcelona', στο S. Shukaitis, D. Graeber & E. Biddle, Constituent Imagination: Militant Investigations Collective Theorization (Edinburgh: AK Press, 2007)· D.Graeber, Direct Action: An Ethnography (Edinburgh: AK Press, 2009).
  21. Βλ. Kolinko, τηλεφωνικά κέντρα-εργατική έρευνα-κομμουνισμός (Αθήνα: Κόκκινο Νήμα, 2003). Διαθέσιμο: http://goo.gl/8kNC0T
  22. Βλ. Experimental Chair on the Production of Subjectivity, 'Call Center: the Art of Virtual Control', trans. by Nate Holdren, ephemera, 7(1), pp. 133-138, 2007.
  23. Όπως αναφέρθηκε και στη σημ. 10, η Λατ. Αμερική και ιδίως η Αργεντινή αποτέλεσε και αποτελεί ένα εργαστήρι για την παραγωγή θεωρίας και πρακτικής αγωνιστικής έρευνας.
  24. Βλ. R. Foltin, Resistance and Organisation in Postfordism – On the Attempt of a Militant Research of Precarious Labour. Δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα για την Αγωνιστική Έρευνα του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για την Προοδευτική Πολιτιστική Πολιτική (eipcp), ο.π.. Διαθέσιμο στα αγγλικά στο: http://goo.gl/2K66Wt
  25. Βλ. Precarias a la Deriva, Πρώτα Τραυλίσματα. Διαθέσιμο στα ελληνικά στο: http://goo.gl/ZGpQQs
  26. Η μέθοδος της περιπλάνησης (derive) πρωτο-χρησιμοποιήθηκε από την Καταστασιακή Διεθνή (G.Debord κ.α.) ως μέσο καταγραφής των επιπτώσεων του γεωγραφικού, αστικού περιβάλλοντος επί των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς των ατόμων.
  27. Βλ. Maribel Casas,-Cortés & Sebastián Cobarrubias, 'Drifting Through the Knowledge Machine', στο S. Shukaitis, D. Graeber & E. Biddle, Constituent Imagination: Militant Investigations Collective Theorization (Edinburgh: AK Press, 2007). Περισσότερα για την ομάδα: http://www.countercartographies.org/.
  28. Όπως αναφέρεται στο Participatory Action Research Toolkit: An Introduction to Using PAR as an Approach to Learning, Research and Action, βλ. Ενδεικτική βιβλιογραφία
  29. Βλ. B. Jiménez-Domínguez, στην ενδεικτική βιβλιογραφία
  30. Βλ. I.Prilleltensky & G.Nelson, Doing Psychology Critically: Making a Difference in Diverse Settings (Houndmills: Palgrave McMillan, 2002).
  31. Βλ. D. Goodley & I. Parker, (2000). 'Action Research', Annual Review of Social Psychology, 2. Διαθέσιμο στο: http://goo.gl/Mhn8qP
  32. Βλ. 'Special Issue on Research and Social Justice' (2013), Journal of Social Action in Counseling and Psychology, 5 (3). Διαθέσιμο στο: http://goo.gl/UUxWWU
  33. Ενδεικτική για την πολιτική/ερευνητική δράση της ομάδας σε μια κατεύθυνση λαϊκής επιστήμης είναι η ιστοσελίδα του Public Science Project: http://publicscienceproject.org/. Στο πανεπιστήμιο C.U.N.Y., στεγάζεται στο πρόγραμμα Κριτικής Κοινωνικής Ψυχολογίας/ της Προσωπικότητας (http://opencuny.org/socialpsych/ ). Σχετικές δημοσιεύσεις βλ. Ενδεικτική βιβλιογραφία.
  34. Βλ. Principles of critical participatory action research, 2009, ο.π.
  35. Βλ. Ε.Συρίγου-Ρήγου, Συζητώντας με τη Λίντα: Μια Αλβανίδα μετανάστρια μιλάει για τη ζωή της (Αθήνα: Εκδόσεις Ανοιχτά Σύνορα – Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, 2000).
  36. Βλ. Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, Ο Δρόμος, ο Εργάτης, η Μηχανή, η Πόλη και η Μέθοδος (Αθήνα: Text, 2004).
  37. Βλ. Έργων Εξύβριση, Χώροι Κράτησης Μεταναστών: Τεχνικές Εγκλεισμού και Υποκειμενοποίηση (Αθήνα: έργων εξύβριση, 2008). Εξαντλημένο έντυπα, διαθέσιμο: http://goo.gl/xircQC
  38. Βλ. Ερευνητική Ομάδα, “Ακούστε καλά τι λένε οι φοιτητές...”: Μια ανταγωνιστική έρευνα για το λόγο και τη δράση των φοιτητών στο κίνημα του 2006-2007 (Αθήνα: Εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι, 2010). Οι απομαγνητοφωνήσεις των συνεντεύξεων της έρευνας είναι διαθέσιμες στο: http://anti-research.blogspot.gr/· αξίζει να αναφερθεί ότι η έρευνα δημοσιεύτηκε και στα αγγλικά, ως A. Evangelinidis & D. Lazaris, Workers' inquiry in praxis: the Greek student movement of 2006-2007, Ephemera, 14 (3), 413-429. Διαθέσιμο στο: http://goo.gl/ENSq1Z
  39. Βλ. ενδεικτικά το κεφάλαιο 6: 'η έρευνα όπλο για τη διερεύνηση και την όξυνση του ανταγωνισμού', στο Hobo, Ίχνη στο χιόνι. Από τα Καρπάθια στα Εξάρχεια: ιχνηλατώντας τον κοινωνικό ανταγωνισμό. (Αθήνα: Κινούμενοι Τόποι, 2008).
  40. Ας σκεφτούμε ότι συνήθως οι ερευνητές/πανεπιστημιακοί προέρχονται από την (μικρο-)αστική ή τη μεσαία τάξη, ενώ οι ερευνώμενοι, είτε από την εργατική τάξη, είτε από κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, πχ ιθαγενείς (Ινδιάνοι), Τσιγγάνοι, άτομα με ψυχικές ή σωματικές αναπηρίες.
  41. Ας μην παραβλέπουμε ότι η αγωνιστική έρευνα και συνδέεται και διαφέρει τόσο από τις δημοσιογραφικές καταθέσεις/οδοιπορικά στις συνθήκες εργασίας/ζωής της εργατικής τάξης και των αποκλεισμένων (χαρακτηριστικά παραδείγματα τα βιβλία των F. Engels, G. Orwell παλιότερα, B. Ehrenreich, G.Walraff πιο σύγχρονα), όσο και από τις θεσμικές στατιστικές έρευνες Εργατικού Δυναμικού ή/και Απασχόλησης.